- ἑσμοφύλαξ
- ἑσμοφύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ὁ,A watcher of a swarm of bees, Gp.15.2.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσμοφύλαξ — ἑσμοφύλαξ, ὁ (AM) ο φύλακας μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσμός (I) + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek